νικητικός

νικητικός
νικ-ητικός, ή, όν,
A likely to conquer, conducing to victory, X.Mem.3.4.11;

ὑπόθεσις Plb.24.9.4

([comp] Comp.);

ὅπλον ν. OGI90.39

(Rosetta, ii B.C.); τὸ -ώτατον the most likely way to conquer, Plu.Comp. Phil.Flam.2. Adv.

-κῶς Eust.1006.28

.
II Subst. νικητικόν, τό, charm for victory, esp. in horse-racing, PMag.Lond.121.390, POxy. 1478.1 (iii/iv A.D.);

ν. δικαστηρίων PMag.Osl.1.35

: pl., PMag.Leid. W.8.29.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νικητικός — νικητικός, ή, όν (ΑΜ) [νικητής] αυτός που μπορεί να νικήσει ή αυτός που οδηγεί σε νίκη, ο νικηφόρος («ἐνεργῶς δέ, ἂν τὴν παρασκευὴν ὁρᾷ νικητικὴν οὖσαν, μαχεῑται», Ξεν.) μσν. αυτός που εξυμνεί κάποια νίκη αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ νικητικόν η… …   Dictionary of Greek

  • νικητικός — νῑκητικός , νικητικός likely to conquer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητικά — νῑκητικά , νικητικός likely to conquer neut nom/voc/acc pl νῑκητικά̱ , νικητικός likely to conquer fem nom/voc/acc dual νῑκητικά̱ , νικητικός likely to conquer fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητικῶν — νῑκητικῶν , νικητικός likely to conquer fem gen pl νῑκητικῶν , νικητικός likely to conquer masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητικόν — νῑκητικόν , νικητικός likely to conquer masc acc sg νῑκητικόν , νικητικός likely to conquer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητικώτατον — νῑκητικώτατον , νικητικός likely to conquer masc acc superl sg νῑκητικώτατον , νικητικός likely to conquer neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητικαί — νῑκητικαί , νικητικός likely to conquer fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητικοῖς — νῑκητικοῖς , νικητικός likely to conquer masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητικοί — νῑκητικοί , νικητικός likely to conquer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητικοῦ — νῑκητικοῦ , νικητικός likely to conquer masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητικούς — νῑκητικούς , νικητικός likely to conquer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”